μεθυλικός

μεθυλικός
-ή, -ό [μεθύλιο]
φρ. «μεθυλική αλκοόλη»
χημ. μονοσθενής και πρωτοταγής αλκοόλη με χημικό τύπο CH3OH, γνωστή και με τη συστηματική ονομασία μεθανόλη, αλλ. καρβινόλη ή ξυλόπνευμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μεθυλοκυτταρίνη — Μεθυλικός αιθέρας της κυτταρίνης, με χημικό τύπο [C6H7O2(OH)2ΟCΗ2]ν. Είναι λευκή ή υπόλευκη σκόνη, χωρίς γεύση και οσμή, ενώ διογκώνεται μέσα στο νερό για να δώσει ένα διαυγές ζελατινώδες διάλυμα. Παρασκευάζεται με επεξεργασία της προερχόμενης… …   Dictionary of Greek

  • πλεξιγκλάς — Εμπορική ονομασία του προϊόντος πολυμερισμού του μεθυλακρυλικού μεθυλενίου (μεθυλικός εστέρας του β μεθυλακρυλικού οξέος). Οι πρώτες ύλες για την παραγωγή του π. είναι η ακετόνη και το κυανυδρικό οξύ, που αντιδρούν μεταξύ τους και παράγουν την… …   Dictionary of Greek

  • τριγλύμη — η, Ν χημ. άκυκλη οργανική ένωση, μεθυλικός διαιθέρας τής τριαιθυλενογλυκόλης …   Dictionary of Greek

  • καπρυλικό οξύ — Κορεσμένο μονοκαρβονικό οξύ, του τύπου CH3(CH2)6COOH, το οποίο έχει αντιμυκητιακές ιδιότητες. Είναι σε συνηθισμένη θερμοκρασία άχρωμο, ελαιώδες υγρό, με δυσάρεστη οσμή, έχει σημείο βρασμού 237°C, σημείο τήξης 16,5°C και είναι πολύ δυσδιάλυτο στο… …   Dictionary of Greek

  • σαλικυλικό οξύ — Οργανική ένωση του τύπου C7H6O3 είναι ένα αρωματικό οξυοξύ, που μπορεί να θεωρηθεί παράγωγο του βενζόλιου με αντικατάσταση δύο γειτονικών ατόμων υδρογόνου, με ένα καρβοξύλιο ( COOH) και ένα υδροξύλιο ( OH). Περιέχεται σε ποικίλες ποσότητες σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”